- ἀρχιθάλασσος
- ἀρχι-θάλασσος [θᾰ], ον,A ruling the sea,
Ποσειδών AP6.38
(Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ποσειδών AP6.38
(Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αρχιθάλασσος — ἀρχιθάλασσος, ον (Α) (για τον Ποσειδώνα) ο κυρίαρχος της θάλασσας … Dictionary of Greek
ἀρχιθάλασσε — ἀρχιθάλασσος ruling the sea masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek